- λιπαυγής
- λιπαυγής, -ές (Α)1. αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιος2. τυφλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + -αυγής (< αὐγή [ἡ] ή *αὖγος [τὸ]), πρβλ. δι-αυγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπαυγής — deserted by light masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαυγῆ — λιπαυγής deserted by light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιπαυγής deserted by light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιπαυγής deserted by light masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαυγέα — λιπαυγής deserted by light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λιπαυγής deserted by light masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαυγέες — λιπαυγής deserted by light masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαυγέος — λιπαυγής deserted by light masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαυγέσιν — λιπαυγής deserted by light masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
λιπαυγώ — λιπαυγῶ, έω (Α) [λιπαυγής] χάνω το φως μου, τυφλώνομαι … Dictionary of Greek